- σκολιόφρων
- σκολῐό-φρων, ὁ, ἡ, gen. ονος, ([etym.] φρήν)A of crooked mind, Hp.Ep.17; cf. σκολιόβουλος.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκολιόφρων — ον, ΜΑ αυτός που κάνει διεστραμμένες σκέψεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκολιός «διεστραμμένος» + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. ποικιλό φρων] … Dictionary of Greek
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek